πετάλωση

πετάλωση
η /πετάλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [πεταλώ]
νεοελλ.
το πετάλωμα, το καλίγωμα
μσν.
1. η εκβλάστηση φύλλων
2. το φύλλωμα
αρχ.
η κάλυψη με πέταλα, με λεπτά φύλλα μετάλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”